Αρκάδι - Γαράζο
Συνολικό μήκος: 32 χλμ
Ώρες: 11.5 ώρες
Προτεινόμενη περίοδος: Ιανουάριο-Δεκέμβριο
Δυσκολία διαδρομής: ήπιες κλίσεις αλλά κουραστική διαδρομή
Αρκάδι
Ιστορικά στοιχεία Μονής Αρκαδίου
Στις βορειοδυτικές υπώρειες του Ψηλορείτη, σε υψόμετρο σχεδόν 500 μέτρων και σε απόσταση περίπου 23 χιλιομέτρων από την πόλη του Ρεθύμνου, βρίσκεται η Ιερά Μονή Αρκαδίου.
Βρίσκεται σε χαμηλό οροπέδιο στην ενδοχώρα, στα όρια σχεδόν των πρώην επαρχιών Αμαρίου, Μυλοποτάμου και Ρεθύμνης. Πρόκειται για μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα φρουριακού χαρακτήρα, που εκτός από ναό και τα κελιά των μοναχών διέθετε χώρους επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων, αποθήκες, στάβλους.
Σύμφωνα με την παράδοση, την Ιερά Μονή Αρκαδίου θεμελίωσε ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ηράκλειος ενώ η ανοικοδόμησή της έγινε από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο τον 5ο αι. μ.Χ. από τον οποίο πήρε και τον όνομά του το μοναστήρι. Η επιστημονική ωστόσο άποψη υποστηρίζει ότι τόσο ή ίδρυση όσο και η ονοματοθεσία του μοναστηριού θα πρέπει να οφείλονται σε κάποιον μοναχό Αρκάδιο. Σύμφωνα με τις επιγραφικές μαρτυρίες ο δίκλιτος ναός στο κέντρο της μονής ανεγέρθη το 1587 και αφιερώθηκε στον Άγιο Κωνσταντίνο και τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Σύμφωνα με επιγραφή που σώζεται στη βάση του κωδωνοστασίου στην πρόσοψη, ο ναός οικοδομήθηκε το 1587, αποτελεί δηλαδή έργο της εποχής της ενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί την πληθώρα στοιχείων της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής τα οποία με την πρώτη ματιά μπορεί να διαπιστώσει ο επισκέπτης. Στο κέντρο του ανώτερου τμήματος της πρόσοψης ορθώνεται το κωδωνοστάσιο, ενώ στα άκρα δύο διακοσμητικοί οβελίσκοι γοτθικής έμπνευσης. Το εντυπωσιακό στην πρόσοψη αυτή είναι ο αρμονικός συνδυασμός αρχιτεκτονικών στοιχείων όπως γοτθικά τόξα και οβελίσκοι, αναγεννησιακά ανθέμια, κορινθιακά κυμάτια της όψιμης αναγέννησης και μπαρόκ σπείρες που μαρτυρούν τη σχέση του αρχιτέκτονα του Αρκαδιού με τους αρχιτέκτονες της αναγέννησης και μάλιστα με το έργο των Sebastiano Serlio και Andrea Palladio.
Κατά το 16ο αι., περίοδο έντονης κινητικότητας στα θρησκευτικά πράγματα της Κρήτης, άρχισε η προσπάθεια αναδιοργάνωσης της Μονής Αρκαδίου, με τη σημαντική συμβολή του ηγούμενου Κλήμη Χορτάτζη. Την περίοδο αυτή ξεκίνησαν και οι εργασίες ανακαίνισής της. Άρχισε να χτίζεται το νέο μεγάλο μοναστήρι στον ίδιο χώρο που ήταν χτισμένη η παλιά μονή των Καλλέργηδων. Ο παλαιός ναός ήταν μικρός και δεν επαρκούσε και για το λόγο αυτό οικοδομήθηκε μεγαλύτερος. Οι τελευταίες εργασίες της αρχαιολογικής υπηρεσίας αποκάλυψαν τα θεμέλια του παλαιού ναού που ήταν μονόκλιτος και είχε πλάτος 3,72μ. και μήκος 13,8μ. Ο παλιός ναός δεν κατεδαφίστηκε πριν αρχίσουν οι εργασίες οικοδόμησης του νέου, αλλά με την αποπεράτωσή του, ώστε να υπάρχει χώρος λατρείας στη μονή που στο μεταξύ λειτουργούσε κανονικά. Σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, στο πάτωμα του νέου ναού σκάφτηκαν τάφοι για τους μοναχούς της αδελφότητας. Οι αρχιτέκτονες εφάρμοσαν στο κτίριο τη φρουριακή μορφή, η οποία συνδυάστηκε με δυτικά στοιχεία, όσον αφορά κυρίως στη διακόσμηση της πρόσοψης του ναού. Η επιγραφή στη βάση του κωδωνοστασίου αναγράφει την ημερομηνία αποπεράτωσης του ναού (1587). Οι εργασίες αποπεράτωσης του μοναστηριακού συγκροτήματος συνεχίστηκαν και μετά το 1578, δεν είναι όμως γνωστό πότε ακριβώς τελείωσαν.
Η πνευματική κίνηση στο Αρκάδι, που ήταν κέντρο αντιγραφής χειρογράφων, συνεχίστηκε έως το 1645, χρονιά κατά την οποία εκδηλώθηκε η τουρκική επίθεση για την κατάληψη του Ρεθύμνου. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, το Αρκάδι -που αποκαλούνταν από τους Τούρκους «Τσανλί Μαναστήρ» (δηλαδή, μοναστήρι με τις καμπάνες)- έγινε πατριαρχικό μοναστήρι και διατήρησε τη δύναμή του. Μάλιστα ο αριθμός των μοναχών κατά τα τελευταία χρόνια του 19ου αι. αυξήθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα το 1881 να είναι το μεγαλύτερο από πλευράς αριθμού μοναχών μοναστήρι της Κρήτης. Η μονή διαδραμάτισε, επίσης, σημαντικό ρόλο στον απελευθερωτικό αγώνα του νησιού. Το 1866 σε αυτήν έλαβε χώρα το γνωστό ολοκαύτωμα, όταν πολιορκήθηκε από τους Τούρκους και ανατινάχθηκε από τους υπερασπιστές της. Σήμερα είναι σε εξέλιξη εκτεταμένα έργα συντήρησης και αποκατάστασης του καθολικού της μονής.
Πηγή: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ρεθύμνου
Περιήγηση στη μονή
Η είσοδος της μονής
Η μονή έχει δυο εισόδους. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στη δυτική πλευρά και ονομάζεται Χανιώτικη ή Ρεθυμνιώτικη πόρτα που κτίστηκε το 1870 στο ίδιο σημείο και με το ίδιο σχέδιο της πρώτης που είχε γίνει το 1693 και είχε καταστραφεί το 1866. Η άλλη είσοδος που είχε την ίδια τύχη με την πρώτη ονομάζεται Καστρινή και βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του περιβόλου δίπλα στην είσοδο της πυριτιδαποθήκης. Τέλος υπάρχει και το «πορτάλι» δηλαδή μικρή πόρτα (παραπόρτι) στη νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου που συνήθως χρησιμοποιείται για έκτακτη ανάγκη. Ο ξενώνας της μονής δηλ. το αρχονταρίκι όπως ονομάζεται στα μοναστήρια, αριθμεί 13 δωμάτια και δύο μεγάλες αίθουσες. Είναι διώροφος και βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του κτιρίου.
Η Τράπεζα
Η Τράπεζα όπου ολοκληρώθηκε το αρκαδικό δράμα έχει διαστάσεις 18,10 x 4,80 μ. Παλαιότερα όταν το μοναστήρι ήταν κοινόβιο οι μοναχοί και οι επισκέπτες - προσκυνητές έτρωγαν σ' αυτή την τράπεζα .Η κοινή αυτή εστίαση των μοναχών αποτελεί την τελευταία πράξη της Θείας Λειτουργίας. Μέσα στην Τράπεζα μπορεί κάθε επισκέπτης να διακρίνει ίχνη από σφαίρες και σπαθιά στους πάγκους και στα τραπέζια, τρανά απομεινάρια της γιγαντομαχίας. Ανατολικά της Τράπεζας βρίσκονται τα Κελλαρικά, το Μαγειρείο, ο Φούρνος και η Αποθήκη.
Η Πυριτιδαποθήκη
Στη νότια πλευρά της μονής υπήρχε πριν το 1866 η πυριτιδαποθήκη. Επειδή όμως οι μοναχοί φοβήθηκαν μήπως οι Τούρκοι τρυπήσουν τον τοίχο, μετέφεραν τα πολεμοφόδια στο χώρο της οιναποθήκης που είχε χαμηλότερο δάπεδο από την αυλή και βρισκόταν στη βορειοανατολική γωνία του περιβόλου. Σ' αυτόν ακριβώς το χώρο ξετυλίχθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1866 ένα από τα μεγαλύτερα δράματα της Κρητικής ιστορίας που συντάραξε όχι μόνο την μεγαλόνησο αλλά και τον κόσμο ολόκληρο.
Το γενναίο χέρι του Κωστή Γιαμπουδάκη, από το χωριό Άδελε, δε δίστασε να βάλει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι πολιορκημένοι και να ανατινάξει ολόκληρο το Μοναστήρι μετατρέποντάς το σε αιώνιο σύμβολο ανδρείας και ελευθερίας. Το Ιερό λάβαρο της επανάστασης καθώς και άλλα κειμήλια της μονής, όπως εκκλησιαστικά σκεύη, χρυσοκέντητα άμφια και όπλα φυλάσσονται στο μουσείο του μοναστηριού.
Το Ηρώο
Δυτικά της μονής και σε απόσταση εξήντα περίπου μέτρων βρίσκεται οκταγωνικό κτίριο (οστεοφυλάκιο) όπου φυλάσσονται τα οστά των υπερασπιστών της κατά το έτος 1866. Στην προθήκη του ηρώου φυλάσσονται κρανία που φέρνουν σπαθισμούς από τη μάχη. Παλαιότερα το ίδιο κτίριο ήταν ανεμόμυλος. Λίγο αργότερα χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη και μετά το 1866 σαν οστεοφυλάκιο. Η σημερινή του μορφή δόθηκε στα 1910 με τις φροντίδες του τότε επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Διονυσίου.
Το Κυπαρίσσι
Μεταξύ των δέντρων που σώζονται σήμερα στον περίβολο της μονής είναι και ένα αιωνόβιο κυπαρίσσι που στον κορμό του σήμερα διακρίνεται σφηνωμένο ένα βλήμα τουρκικού πυροβόλου. Στα πυκνά κλαδιά του σώθηκε ένας Κρητικός πολεμιστής.
Ο Ναός
Ιστορικά στοιχεία Μονής ΑρκαδίουΣτη μέση περίπου του φρουριακού περιβόλου της μονής Αρκαδίου υψώνετε ο ναός δίκλιτος σε σχήμα Βασιλικής. Στην πρόσοψη του ναού και στη βάση περίπου του κωδωνοστασίου υπάρχει η παρακάτω επιγραφή:
ΑΦ.ΚΛΜΧΤΖ.ΠΖ
Η επιγραφή βεβαιώνει ότι ο ναός κτίστηκε επί ηγουμένου Κλήμη Χορτάτση το 1857.Στα 1866 ολόκληρος ο ναός παραδόθηκε στη φωτιά. Σώθηκαν μόνο ένας σταυρός, δύο ξυλόγλυπτοι Άγγελοι και η ξυλόγλυπτη ανάσταση του Χριστού. Το σημερινό τέμπλο κατασκευάστηκε το 1902 από ξύλο κυπαρισσιού. Στα 1924, 1925, 1926, 1927 πραγματοποιήθηκαν σημαντικές επισκευές στο ναό.
Το μουσείο
Στη νότια πτέρυγα της μονής βρίσκεται το μουσείο όπου φυλάσσονται το ιερό λάβαρο του αρκαδικού δράματος, εικόνες μεταβυζαντινής κυρίως περιόδου, όπλα της επαναστάσεως, διάφορα αντικείμενα λατρείας, άμφια, χειρόγραφα, σφραγίδες και άλλα.
Πηγή:
Εργαστήριο διδακτικής Θετικών Επιστημών
Νομαρχιακή Επιτροπή Τουριστικής Προβολής
Δήμος Αρκαδίου